- αγώνας
- match
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αγώνας — Οι αρχαίοι ονόμαζαν στην αρχή α. τον τόπο συνάθροισης των πολιτών· αργότερα η λέξη κατέληξε να σημαίνει τον αθλητικό διαγωνισμό που γινόταν σε αυτό τον τόπο μπροστά στον λαό. Υπήρχαν α. διαφόρων ειδών και σε μερικές πόλεις τελούνταν ακόμα και… … Dictionary of Greek
αγώνας — ο 1. έντονη προσπάθεια για την υπερνίκηση εμποδίων, αντιπάλου κτλ.: Απόχτησε ό,τι έχει ύστερα από μεγάλους αγώνες. 2. άμιλλα στο στίβο: Οι Ολυμπιακοί αγώνες γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια. 3. ένοπλη σύγκρουση αντίπαλων στρατών: Ο αγώνας ήταν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀγῶνας — Ἀγών masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγῶνας — ἀγών gathering masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ανένδοτος (Αγώνας) — Ιστορικοπολιτικός όρος που προήλθε από τον Γεώργιο Παπανδρέου και αναφέρεται στη σφοδρή αντιπολιτευτική τακτική που ακολούθησε το κόμμα του (η Ένωσις Κέντρου), αλλά και η ΕΔΑ, μετά τις αμφιλεγομένου κύρους εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961, οι… … Dictionary of Greek
Μακεδονικός αγώνας — Βλ. λ. Μακεδονία (Ιστορία) … Dictionary of Greek
άθλος — Αγώνας σε περίοδο πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης. Συναγωνισμός, άμιλλα για την κατάκτηση επάθλου. Κατόρθωμα μετά από μεγάλη προσπάθεια και κόπο. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να υποδηλώσει τα κατορθώματα των μυθικών ηρώων της αρχαιότητας… … Dictionary of Greek
κυνοδρομία — Αγώνας ταχύτητας μεταξύ γυμνασμένων σκυλιών σε ειδικούς στίβους (κυνοδρόμια), μήκους περίπου 500 μ. Η κ. μπορεί να είναι απλή ή μετ’ εμποδίων. Η συνήθεια διεξαγωγής κ. είναι αρχαιότατη και προέρχεται από το κυνήγι του λαγού, που ήταν πολύ… … Dictionary of Greek
μονομαχία — Αγώνας ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, σύμφωνα με ορισμένους συμφωνημένους κανόνες, και με ισοδύναμα όπλα, προς επανόρθωση προσβολής ή προς επίλυση διαφοράς. Κατά τον Μεσαίωνα, τη μ. μπορούσε να την επιβάλει ο δικαστής ως μέσο απόδειξης. Απαγορεύτηκε από … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Мазаракис-Эниан, Константинос — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Мазаракис Эниан. Константинос Мазаракис Эниан (греч. Κωνσταντίνος Μαζαράκης Αινιάν Нафплион 1869(1869) Афины 1949 … Википедия